συστολή

συστολή
η, ΝΜΑ [συστέλλω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση
2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ καρδίας καὶ ἀρτηριῶν», Πλούτ.)
3. γραμμ. τροπή μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύ
νεοελλ.
1. φυσ. φαινόμενο αντίθετο τής διαστολής το οποίο συνίσταται στη μείωση τών γεωμετρικών διαστάσεων τών σωμάτων και οφείλεται στη μεταβολή τής θερμοκρασίας τους («συστολή τών μετάλλων»)
2. μτφ. ντροπαλότητα
3. αστρον. διαδικασία γενικής φύσεως, η οποία οδηγεί στη συμπύκνωση μεγάλων μαζών στο Σύμπαν υπό την επίδραση εσωτερικών δυνάμεων βαρύτητας
4. φυσιολ. μυϊκή σύσπαση, δηλαδή βράχυνση ενός μυός, ο οποίος διογκώνεται και σκληραίνει υπό την επίδραση ενός κατάλληλου ερεθίσματος, γεγονός που επιτρέπει την ανάπτυξη μιας δύναμης
5. φρ. α) «συστολή τών μηκών»
φυσ. φαινόμενο, στα πλαίσια τής θεωρίας τής σχετικότητας τού Αϊνστάιν, σύμφωνα με το οποίο το μήκος ενός σώματος φαίνεται, όταν μετρείται από έναν κινούμενο παρατηρητή, μικρότερο από την πραγματική τιμή του, όπως αυτή προσδιορίζεται από έναν ακίνητο σε σχέση με το σώμα παρατηρητή
β) «συστολή φλέβας ρευστού»
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στη σύσφιγξη μιας φλέβας ρευστού το οποίο διαφεύγει από μια μικρή οπή ή από ένα ακροφύσιο και το οποίο οφείλεται στην επιφανειακή τάση τού ρευστού
μσν.
πτώση τού πυρετού
αρχ.
1. μείωση, περιστολή («συστολῆς μᾱλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῑσθαι», Πλούτ.)
2. ελάττωση δαπανών
3. νηστεία
4. μικροψυχία
5. το συνεσταλμένο σχήμα («ὥσπερ τὰ ἀρχαῑα ἀγάλματα, ὧν τέχνη ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἡ ἰσχνότης», Δημήτρ.)
6. μτφ. ταπείνωση, εξευτελισμός
7. (μετρ.) η μέτρηση μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου ως βραχέος φθόγγου πριν από άλλο φωνήεν μέσα σε κείμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συστολῇ — συστολή drawing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — drawing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — η 1. περιορισμός της έκτασης ή του όγκου κάποιου πράγματος: Τα μέταλλα με το κρύο παθαίνουν συστολή. 2. το να ντρέπεται κάποιος, σεμνή διστακτικότητα: Χωρίς συστολή μου είπε ένα σωρό ψέματα. 3. (γραμμ.), τροπή ενός μακρόχρονου φωνήεντος σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

  • συστολαῖς — συστολή drawing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολαί — συστολή drawing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῆς — συστολή drawing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολήν — συστολή drawing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῶν — συστολή drawing together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”